Άιζεναχ

Άιζεναχ
(Εisenach). Πόλη (43.100 κάτ. το 2002) της Γερμανίας, πατρίδα του μεγάλου μουσουργού Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ. Ιδρύθηκε από τους μεγάλους ηγεμόνες, φεουδάρχες της Θουριγκίας. Το 1842, στην πόλη αυτή, έγινε η σύνοδος των αντιπροσώπων των ευαγγελικών εκκλησιών προκειμένου να επιτευχθεί η ένωση όλων των διαμαρτυρομένων της Γερμανίας. Το 1869 ιδρύθηκε στο Α., μετά τη διάσπαση του Γενικού Συνδέσμου των Γερμανών εργατών, το Εργατικό Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα. Στη δημιουργία του συνετέλεσαν οι προσωπικότητες του Λίμπκνεχτ και Μπέμπελ. Το συνέδριο, που ήταν αντιλασαλικής κατεύθυνσης, κατάρτισε το πρόγραμμα με τις θέσεις του κόμματος, το γνωστό στην ιστορία του εργατικού κινήματος ως πρόγραμμα του Ά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Λούθηρος, Μαρτίνος — (Martin Luther, Άισλεμπεν 1483 – 1546). Γερμανός θεολόγος. Καταγόταν από οικογένεια χωρικών και ανατράφηκε με τον συνήθη, για τα δεδομένα εκείνης της εποχής, τρόπο, όπου κυριαρχούσαν η πειθαρχία και η ευσέβεια. Διεξήγαγε τις εγκύκλιες σπουδές του …   Dictionary of Greek

  • Μπαχ — (Bach). Επώνυμο οικογένειας μουσικών με καλλιτεχνική δραστηριότητα στη Γερμανία από τα μέσα του 16ου έως τα μέσα του 19ου αι. χωρίς διακοπή. Η πολιτιστική προσφορά της γενιάς των Μ. αποτελεί μοναδική εκπληκτική περίπτωση στην ιστορία της… …   Dictionary of Greek

  • Λουθηρανισμός — Η διδασκαλία του μεταρρυθμιστή της χριστιανικής θρησκείας Μαρτίνου Λούθηρου (βλ. λ.) και των μαθητών του· οι οπαδοί του λ. ονομάζονται ευαγγελικοί. Στη βάση της διδασκαλίας του Λούθηρου υπάρχει μια απαισιόδοξη ενατένιση της ανθρώπινης φύσης, που… …   Dictionary of Greek

  • σοσιαλδημοκρατία — Όρος που προέρχεται από τη σύνδεση των εννοιών του σοσιαλισμού και της δημοκρατίας και χρησιμοποιήθηκε στη νεότερη πολιτική ορολογία για το χαρακτηρισμό κινημάτων που δέχονται τις οικονομικοκοινωνικές μεταβολές, αλλά γενικά με μετριοπαθή και… …   Dictionary of Greek

  • Άμπε, Ερνστ — (Ernst Abbe, Άιζεναχ 1840 – Ιένα 1905). Γερμανός φυσικός. Χάρη στις μελέτες του, η οπτική πραγματοποίησε και στο πεδίο των τεχνικών εφαρμογών σημαντικότατες προόδους, ειδικότερα στον τομέα των μικροσκοπίων. Ο Ά., που υπήρξε καθηγητής στο… …   Dictionary of Greek

  • Βέτιν — (Wettin). Γερμανική ηγεμονική οικογένεια που, κατά την παράδοση, καταγόταν από τοΒίτεκιντ. Ο Κονράδος ο Μέγας (πέθανε το 1156), κόμης του Βέτιν (τοποθεσία κοντά στη Χάλε), έλαβε από τον αυτοκράτορα Λοθάριο B’ το μαργραβάτο του Μάισεν (σημερινή… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Θουριγκία — (Thüringen). Κρατίδιο (16.175 τ. χλμ., 2.411.387 κάτ. το 2001) της κεντρικής Γερμανίας, με πρωτεύουσα την Ερφούρτη. Συνορεύει στα Β και στα Α με τη Σαξονία και στα ΒΔ, στα Δ και στα Ν με τα κρατίδια του Έσεν και της Βαυαρίας. Το έδαφός του είναι… …   Dictionary of Greek

  • Μπαχ, Γιόχαν Σεμπάστιαν — (Johann Sebastian Bach, Άιζεναχ, 1685 – Λειψία 1750). Ήταν το τελευταίο από τα έξι παιδιά του Αμπρόζιους Μπαχ, μoυσικoύ factotum της μικρής πόλης, από τον οποίο έμαθε, στα πρώτα χρόνια της παιδικής του ηλικίας, να παίζει βιολί. Με τον θάνατο της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”